θρασύχειρ

θρασύχειρ
θρασύχειρ, -ος, ὁ, ἡ (Α)
1. δυνατός στα χέρια, χεροδύναμος
2. (για πυγμαχία) βίαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ-* + -χειρ (< χειρ), πρβλ. αυτό-χειρ, μονό-χειρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θρασύχειρ — bold of hand masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύχειρα — θρασύχειρ bold of hand masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύχειρος — θρασύχειρ bold of hand masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… …   Dictionary of Greek

  • θρασύχειρος — θρασύχειρος, ὁ (Α) θρασύχειρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + χειρος (< χειρ), πρβλ. εξά χειρος, ιδιό χειρος] …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”